προορισμός…γεύση!

Στις μέρες μας η τροφική δυσανεξία είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει πάρα πολύ τους καταναλωτές και την βιομηχανία τροφίμων. Παράγονται τρόφιμα τα οποία εξυπηρετούν τις ομάδες αυτές των ατόμων που έχουν δυσανεξία σε κάποιο συστατικό κάνοντας πιο εύκολη την καθημερινότητά τους και πιο ευχάριστη τη διατροφή τους καθώς τώρα μπορούν να καταναλώσουν προϊόντα που παλαιότερα ήταν απαγορευτικά για αυτούς. Τα τελευταία χρόνια μία από τις πιο γνωστές δυσανεξίες είναι η δυσανεξία στη λακτόζη.
Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά τι είναι η δυσανεξία στη λακτόζη.
Ως δυσανεξία στη λακτόζη ορίζεται η αδυναμία του οργανισμού να μεταβολίσει τη λακτόζη, το βασικό σάκχαρο του γάλακτος. Αυτή η αδυναμία οφείλεται στην έλλειψη του ενζύμου λακτάση, που κανονικά παράγεται από κύτταρα του λεπτού εντέρου.

Συμπτώματα
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, τα άτομα που πάσχουν από δυσανεξία στη λακτόζη παρουσιάζουν φούσκωμα και αίσθημα δυσφορίας στην κοιλιακή χώρα, όπως υπερβολικά αέρια ή μετεωρισμό, πόνο (κράμπες), ναυτία και υδαρείς κενώσεις. Η βαρύτητα των συμπτωμάτων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες συμπεριλαμβανομένου και του επιπέδου της δυσανεξίας στη λακτόζη που παρουσιάζει κάθε άτομο, τη λακτόζη που καταναλώνει, την ηλικία του και την εθνοτική του καταγωγή.

Πόσο συχνό φαινόμενο είναι η δυσανεξία στη λακτόζη;
Τα ποσοστά δυσανεξίας στη λακτόζη ποικίλουν από περιοχή σε περιοχή του κόσμου. Κυμαίνονται περίπου στο 2-15% στη Βόρεια Ευρώπη, έως 70% στη Σικελία, και πάνω από 90% σε κάποιες χώρες τις Ασίας και της Αφρικής. Επίσης, έρευνες έχουν αποδείξει ότι το 6% του γενικού παιδικού πληθυσμού πάσχει από δυσανεξία στη λακτόζη, ενώ περίπου το 40% των επίμονων κοιλιακών πόνων των παιδιών μπορεί να οφείλεται στην έλλειψη λακτάσης.

Τι πρέπει να αποφεύγουμε
Τα άτομα που έχουν δυσανεξία στη λακτόζη θα πρέπει να προσέχουν τη διατροφή τους. Θα πρέπει να αποφεύγουν τα μη ζυμωμένα γαλακτοκομικά προϊόντα, που είναι οι φυσικές πηγές λακτόζης. Τα ζυμωμένα γαλακτοκομικά προϊόντα δεν αποτελούν τόσο μεγάλο πρόβλημα, επειδή τα άφθονα βακτηρίδια του γαλακτικού οξέος που περιέχονται στα προϊόντα αυτά αφομοιώνουν τη λακτόζη.
Είναι πολύ σημαντικό να διαβάζονται προσεκτικά οι διατροφικές ετικέτες, όχι μόνο για να βλέπουμε εάν τα τρόφιμα περιέχουν γάλα ή λακτόζη, αλλά και για το αν περιέχουν ορό γάλακτος, πέτσα γάλακτος, υποπροϊόντα γάλακτος, ξηρά στερεά γάλακτος και ξηρό γάλα σε σκόνη.
Εάν οποιοδήποτε από τα παραπάνω συστατικά αναγράφεται σε κάποια διατροφική ετικέτα, το προϊόν περιέχει λακτόζη και πρέπει να αποφεύγεται.

Εναλλακτικές υπάρχουν
Όπως μπορούμε να διακρίνουμε η δυσανεξία στη λακτόζη είναι συχνό φαινόμενο. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλη ενημέρωση για αυτό το θέμα και από μεριάς καταναλωτών και από μεριάς της βιομηχανίας. Δημιουργούνται προϊόντα τα οποία δεν περιέχουν λακτόζη. Το γάλα που δεν περιέχει λακτόζη μπορεί να περιέχει σουκρόζη, άμυλο αραβοσίτου ή άλλους υδατάνθρακες. Για παράδειγμα το γάλα από αμύγδαλο, από φουντούκια, από καρύδα κ.α
Με τον τρόπο αυτό τα άτομα τα οποία πάσχουν από δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να έχουν μια διατροφή με ποικιλία και χωρίς στερήσεις και με ένα καλό γευστικό αποτέλεσμα, χωρίς να χρειάζεται να στερηθούν το οτιδήποτε από τη διατροφή τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η δυσανεξία στη λακτόζη διαφέρει από την τροφική αλλεργία. Τροφική αλλεργία είναι η αναπάντεχη και μη κανονική ανοσολογική αντίδραση του οργανισμού εναντίον ενός τμήματος μιας τροφής (συνήθως πρωτεΐνη).

1 Comment

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *