Ένα από τα τελευταία αληθινά bistrots του Παρισιού στη καρδιά του Saint- Germain –des-Pres μας ταξιδεύει στο χρόνο και στη γεύση και μάλιστα φέρει την υπογραφή του μοναδικού Alain Ducasse.
Τον Alain Ducasse τον ξέρουμε όλοι μας ή μάλλον για να μην υπερβάλουμε τον ξέρουμε όσοι ανακατευόμαστε με τις κατσαρόλες έμμεσα ή άμεσα. Προσωπικά είχα την τύχη να τον γνωρίσω από κοντά σε ένα δημοσιογραφικό ταξίδι στους ορυζώνες της Camargue το 2000 και έκτοτε δηλώνω γοητευμένη. Έχω δοκιμάσει τη κουζίνα του σε όλους τους χώρους του ανά τον κόσμο ακόμη και στους τριάστερους. Τον ακολουθώ παντού. Θεωρώ ότι είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο όχι μόνο για τη Γαλλική γαστρονομία αλλά και για το μέλλον της μεσογειακής κουζίνας.
Για τον Alain Ducasse θα μπορούσα να γράψω τόμους αλλά εδώ μας ενδιαφέρει η σχέση του με το Allard… Ένα μπιστρό 80 ετών με μεγάλη ιστορία. Αυτό το ξεχωριστό ταλέντο που έχει ο Alain Ducasse να «αφουγκράζεται» τις τάσεις στη γαστρονομία και να τις μεθοδεύει είναι χάρισμα. Το Allard έρχεται να προστεθεί στα δυο προηγούμενα Παρισινά bistrots στο “aux Lyonais” και στο “Benoit” που και αυτά πέρασαν από το μαγικό ραβδί του διάσημου σεφ, μάνατζερ, ανανεώθηκαν χωρίς όμως να χάσουν την ταυτοτητά τους και χωρίς η γραφικότητά τους να είναι σε βάρος της ποιότητας. Νομίζω πως μόνο ο Ducasse μπορεί να το κάνει αυτό, να δίνει νέα πνοή σε bistrots χωρίς να επεμβαίνει στη ψυχή του χώρου. Eίπαμε… πολυτάλαντος και χαρισματικός.
Ας γυρίσουμε όμως στη γειτονιά μου στο Παρίσι, στο κοσμοπολίτικο και ιστορικό έκτο διαμέρισμα. Εκεί, στη γωνία Saint-Andre des Art & Eperon, ανάμεσα σε γκαλερί και λιλιπούτειες μπουτίκ, βρίσκεται το Allard εδώ και 80 χρόνια σχεδόν.
Σπρώχνω μαλακά την εξώπορτα και βρίσκομαι μπροστά σε μια ανοιχτή κουζίνα που βρίσκεται πίσω από ένα ψηλό πάγκο και χαζεύω τις τόσο άσπρες στολές που πηγαινοέρχονται και μια ψιλή ντελικάτη και όμορφη γυναίκα, και αυτή με άσπρη στολή που έχει το γενικό πρόσταγμα. Είχα ακούσει για την ταλαντούχα Laetitia Rouabah που ο Ducasse εμπιστεύτηκε για την αναβίωση της κουζίνας του ιστορικού αυτού bistrot, αλλά δεν την περίμενα τόσο νέα, τόσο όμορφη και τόσο λαμπερή.
Ο υπεύθυνος της σάλας με υποδέχεται, χαμογελαστός και απόλυτα «επαγγελματικός» – πως το κάνουν αυτό οι Γάλλοι δεν το ’χω καταλάβει ποτέ- και με συνοδεύει στο τραπέζι μου. Δεν πήγαμε και μακριά δηλαδή. Το Allard είναι μικρούλι και κουκλάκι (μετά βίας καθίζει 50 ανθρώπους), -έτσι όπως αγαπώ τα εστιατόρια-, σαν τραπεζαρία σπιτιού.
Βουτιά στο παλιό καλό Παρίσι, με τραπεζομάντιλα κολαριστά, μαχαιροπίρουνα γυαλισμένα, πιατάκι για ψωμάκι και μαχαιράκι για βούτυρο,ταπετσαρίες υφασμάτινες στους τοίχους, ξύλινο τρέιλερ γεμάτο γλυκά αμαρτωλά στις εταζέρες του και το αποκορύφωμα αυτού… ένα βουνό βούτυρο!!! Το όλο συμπληρώνεται από τη φωνή και τα τραγούδια του λατρεμένου μου ΑΖΝΑΒΟΥΡ και το la boheme. Τι υποδοχή!
Αυτό ήταν! Ένας χώρος μας κερδίζει τα πρώτα 5 λεπτά, αν δεν γίνει αρχίζουμε και τον αναλύουμε. Εγώ εκεί δεν είχα διάθεση να αναλύσω τίποτα. Ήθελα απλά να απολαύσω.
Έρχεται ο σομελιέ, προτείνει κρασί και μετά ακολουθούν: το βούτυρο αλατισμένο με το ανάλογο ψωμάκι, φουά γκρά πάπιας πάνω σε φρυγανισμένο χωριάτικο ψωμί, πατέ χοιρινό σε κρούστα ζύμης… Κλασσικά γαλλικά ορεκτικά που έχουν γράψει ιστορία, αλλά… Κάπως αλλιώς. Πιο ελαφριά, λιγότερο λιπαρά και νόστιμα… πολύ νόστιμα. Σίγουρα η υγρή σαλάτα που ακολούθησε με αγγούρι, γιαούρτι, μουστάρδα και άνηθο έπαιξε το ρόλο της.
Οι φωτογραφίες στους υφασμάτινους τοίχους μου, συστήνουν τον πρώτο ιδιοκτήτη του χώρου, τον Marcel Allard και τη γυναικα του, την περίφημη και πρώτη μαγείρισα του Allard, τη πληθωρική Marthe.
Γυναικεία υπόθεση εδώ, η κουζίνα, αν σκεφτεί κανείς πως η Marthe παρέδωσε τις κουτάλες της στη νύφη της, την Fernande, το 1946 και ο Ducasse ξαναβάζει στη κουζίνα του και σήμερα την όμορφη Laetitia.
Μου αρέσουν αυτές οι αλληλουχίες. Μου αρέσουν οι μύθοι που ακολουθούν τους χώρους, και εδώ υπάρχουν πολλοί. Μπροστά μου όμως προσγειώθηκαν τα μοσχαρίσια γλυκάδια που είχα παραγγείλει με τα καραμελωμένα λαχανικά και όλες οι αισθήσεις μου είναι σε εγρήγορση… Από την άλλη, η φωνή τoυ Αζναβούρ με προτρέπει…
emmenez- moi, au bout de la terre,
emmenez- moi au pays des merveilles…
Στο μενού του Allard θα βρούμε όλα τα κλασσικά γαλλικά πιάτα, πάντα με το φινίρισμα a la Ducasse.
Βατραχοπόδαρα, σαλιγκάρια με σκορδομαϊντανό, πάπια κονφί με ελιές, γλώσσα meuniere, κότα ψητή από τη Bresse, μάγουλα μοσχαρίσια με πουρέ καρότου…
…και γλυκά… Προφιτερόλ με σος σοκολάτας, μπαμπά με ρούμι Μαρτινίκας, l’ ilie flottante βανίλιας και άλλα «παλιακά» και αγαπημένα.
Δεν ήθελα να φύγω από το Allard.
Μου άρεσαν οι «μυρωδιές» του, το καλό φαγητό, η ασφάλεια που ένιωσα, η φωνή του Αζναβούρ, τα χαλαρά πρόσωπα των πελατών και οι ψίθυροι τους, το ανάλαφρο πήγαινε έλα των σερβιτόρων… ακόμη και αυτό το τσίμπημα νοσταλγίας για ότι φεύγει, μου άρεσε.
Αν ο δρόμος σας, σας βγάλει στο Παρισάκι να πάτε… Θα σας αρέσει.
Και οι τιμές του θα σας αρέσουν, γιατί το μεσημέρι έχει ένα μενού με ορεκτικό, κυρίως και επιδόρπιο με 34 ευρώ. Θα πάρετε και ένα ποτηράκι κρασί από τη περίφημη κάβα που θα σας το διαλέξει ο σομελιέ και αν είστε τυχεροί ο Σαρλ Αζναβούρ θα σας τραγουδά:
La boheme, la boheme
ca voulait dire, on est heureux
la boheme, la boheme
nous ne mangions qu’un jour sur deux …
Terrific