Το γλυκό, που η νοικοκυρά στην Κρήτη καλοδεχόταν στο σπίτι της τους μουσαφίρηδες.
Η γιαγιά γελαστή και καλοσυνάτη, καλοδεχόταν πάντα στο σπίτι της τους μουσαφίρηδες1. «Κοπιάστε» τους έλεγε και τους τράταρε ένα γλυκό του κουταλιού. Άλλοτε το γλυκό ήταν σε φλούδες, άλλοτε σε ρώγες, σε μικρά κομμάτια ή ολόκληρα. Κάποια γλυκά τα έκανε λιαστά, σε άλλα έβαζε ασβεστόνερο, σε άλλα μέλι ή ζάχαρη. Χρησιμοποιούσε επίσης χυμό λεμονιού, γαρύφαλο και αμπερόζα. Τα ανακάτευε με ξύλινη κουτάλα και για να έχουν γεύση και άρωμα, τα έφτιαχνε ανάλογα με τα φρούτα που είχε κάθε εποχή. Μάζευε μικρά αρσενικά σύκα, τη νύχτα τα ροδοπέταλα, άφηνε τους καμπανούς2 στην κουρμούλα3 να γινώθουν καλά.
Ο παππούς ερχόταν από το αμπέλι και κρατούσε ένα τσιγκάκι4 καμπανούς, η γιαγιά διάλεγε τις καλές ρώγες από τα τσαμπιά, τις έπλενε και τις άφηνε να σουρώσουν καλά. Αποβραδίς έβαζε στο τσικάλι5 τις ρώγες (2 κιλά) με τη ζάχαρη (1 κιλό) αν το σταφύλι ήταν πολύ γλυκό έβαζε λιγότερη ζάχαρη, ανακάτευε απαλά και σκέπαζε το τσικάλι με ένα πανί. Πρωί – πρωί έβαζε την προσποδιά6, άναβε την παραστιά πρόσθετε και το νερό (2 ποτήρια του νερού ) στο τσικάλι και σιγόβραζε το γλυκό (για 1 ώρα περίπου). Με την κουτάλα ξάφριζε. Από κοντά κι εγώ για να μαθαίνω μου έλεγε η γιαγιά. Όταν το σιρόπι του ήταν σχεδόν έτοιμο, έκανε ματσάκι την αμπερόζα (2 κλωνάρια) και τη πρόσθετε στο τσικάλι με το γλυκό, στο τέλος την αφαιρούσε και πρόσθετε το χυμό λεμονιού ( χυμό από 2 λεμόνια). Άφηνε το γλυκό να κρυώσει και το έβαζε σε βάζα που αποθήκευε στο κατωσόρι7. Η γιαγιά έκανε το πιο νόστιμο γλυκό σταφύλι και ένα κουταλάκι δεν ήταν ποτέ αρκετό.
Από την Λένα Ηγουμενάκη
1.Μουσαφίρηδες: επισκέπτες ή φιλοξενούμενοι
2.Καμπανούς: τα ξεχασμένα σταφύλια πάνω στη κουρμούλα, μετά τον τρύγο.
3.Κουρμούλα: το δενδρύλλιο του αμπελιού
4.Τσιγκάκι: μεταλλικό γαλβανιζέ καλάθι για τη συλλογή και τη μεταφορά των σταφυλιών
5.Τσικάλι: κατσαρόλα
6.Προσποδιά: ποδιά
7.Κατωσόρι: υπόγειος, αποθηκευτικός χώρος του σπιτιού